- τριοδίτης
- τριοδί̱της , τριοδίτηςone who frequents cross-roadsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριοδίτης — ὁ, θηλ. τριοδῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος τού δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος 2. το θηλ. ἡ τριοδῑτις γυναίκα τού δρόμου, άσεμνη αρχ. το θηλ. 1. προσωνυμία τής Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους 2. πυθαγόρεια ονομασία τού … Dictionary of Greek
τριοδίτας — τριοδί̱τᾱς , τριοδίτης one who frequents cross roads masc acc pl τριοδί̱τᾱς , τριοδίτης one who frequents cross roads masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδίτις — ίτιδος, ἡ ΜΑ βλ. τριοδίτης … Dictionary of Greek
τριπύλιος — ον, Α (σε τίτλο μενίππειας σάτιρας τού Βάρρωνος) τριοδίτης*, αυτός που τριγυρνάει από πύλη σε πύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πύλιος (< πύλη)] … Dictionary of Greek